αντιπυρίνη

αντιπυρίνη
η
αντιπυρετικό και παυσίπονο φάρμακο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπνάλη — η, Ν (φαρμ.) (παλ. όρος) υπνωτικό και αντινευραλγικό σκεύασμα από χλωράλη και αντιπυρίνη …   Dictionary of Greek

  • φαιναζόνη — η, Ν (χημ) άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης αντιπυρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. phenazone < phen (< φαίνω) + az (< azote, βλ. άζωτο) + κατάλ. one τής χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

  • πυραμιδόνη — Χημική ουσία, φάρμακο αντιπυρετικό, παράγωγο της πυραζολόνης, που, εκτός από αντιπυρετικό, είναι και αναλγητικό, γιατί επενεργεί επί του κεντρικού νευρικού συστήματος. Σε θεραπευτικές δόσεις (0,30 γραμμάρια) είναι δυνατόν να προκαλέσει, σε άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”